πονόρα

πονόρα
η, Ν
γεωλ. βαραθροειδής οπή τής γήινης επιφάνειας που υπάγεται στα καρστικά φαινόμενα και η οποία συνέχεται με υπόγειους οχετούς που δέχονται τα νερά τα οποία ρέουν από την επιφάνεια και τα οποία αναφαίνονται πάλι, ύστερα από υπόγεια διαδρομή, σε κάποια άλλη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερβ.-κροατ. ponor].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”